Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, κατά κόσμον Δημήτριος Παπανδρέου, (Δορβιτσά Ναυπακτίας, 3 Μαρτίου 1891- Αθήνα 20 Μαΐου 1949) υπήρξε κορυφαία εκκλησιαστική και πολιτική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας. Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1941 – Μάιος 1949) Αντιβασιλέας και Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με το όνομα αυτό και ο 11ος από της ανακήρυξης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στο χωριό Δορβιτσά (ορεινή Ναυπακτία) στις 3 Μαρτίου του 1891, στο δημοτικό σχολείο της οποίας έλαβε και την πρώτη εκπαίδευση και στη συνέχεια στο σχολείο του Πλατάνου. Αν και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή, κατάφερε να φοιτήσει στο Γυμνάσιο Καρδίτσας με τη συνδρομή του θείου του, Ηγουμένου της Ι. Μονής Κορώνης, Χριστόφορου Παπανδρέου. Στα 1908 κατέβηκε στην Αθήνα όπου και εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα στη Νομική λαμβάνοντας πτυχίο και από τις δύο σχολές. Στρατολογήθηκε στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και 1913.
Το 1917 χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ως Αρχιμανδρίτης πλέον ανέλαβε την ηγουμενία της Ι. Μονής Κορώνης. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος Μεταξάκης, αξιολογώντας τις δυνατότητές του, τον κάλεσε στην Αθήνα ως διευθυντή των γραφείων της Ι. Αρχιεπισκοπής και αλληλοδιαδόχως Ηγούμενο των Μονών Πεντέλης και Πετράκη.
Στα 1918 του ανατίθεται η μελέτη και η σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το άρθρο 68 της Συνθήκη του Βερολίνου[ασαφές], ο οποίος θα όριζε τη σχέση της μοναχικής πολιτείας με το ελληνικό κράτος.[εκκρεμεί παραπομπή] Αποτέλεσμα της εργασίας αυτής του Δαμασκηνού υπήρξε η εξασφάλιση της ελληνικότητας των Μονών έναντι των επ’ αυτών διεκδικήσεων άλλων ορθόδοξων κρατών. Με την επιστροφή του από το Άγιο Όρος, την εποχή εκείνη ηγείται επί μία τριετία της Παγκληρικής Ενώσεως, ενός οργανισμού που σκοπό του είχε την εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων κληρικών.
Το έργο του ως Μητροπολίτη
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον εκλέγει το 1921, σε ηλικία 31 ετών, Μητροπολίτη Κορινθίας. Στην εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών το επόμενο έτος βρίσκεται ανάμεσα στους υποστηρικτές του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου. Οι μεγάλες ποιμαντικές και οργανωτικές του ικανότητες σε συνδυασμό με την έντονη και πολυσχιδή προσωπικότητά του τον καθιστούν ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα. Ο σεισμός της Κορίνθου στις 22 Απριλίου του 1928 γίνεται εφαλτήριο ώστε να φανεί η βαθιά μέριμνα του Δαμασκηνού για το ποίμνιό του. Ξεκινά προσπάθεια για την επαναστέγαση των σεισμοπλήκτων και την αποκατάσταση των ζημιών. Για το σκοπό αυτό μεταβαίνει στις Η.Π.Α. τον Οκτώβριο του 1928 προκειμένου να συλλέξει πόρους από τους εκεί ομογενείς που πράγματι είχε πολύ αποδοτική απήχηση μεταξύ των αποδήμων Ελλήνων. Αντιπαρερχόμενος όμως κάποια προβλήματα άρνησης βοήθειας επειδή στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν ο Βενιζέλος κατάφερε να συγκεντρώσει χρήματα για την ανοικοδόμηση και βοήθεια παθόντων της Κορίνθου, του Λουτρακίου και των πέριξ περιοχών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επωφελούμενο της παρουσίας και παραμονής του Δαμασκηνού στην Αμερική υπό τον Πατριάρχη Φώτιο Β΄ τον διόρισε έξαρχό του με την εντολή όπως επιδιώξει την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά πράγματα των Ελλήνων ορθοδόξων. Έτσι η παρουσία και η δράση του Δαμασκηνού καταφέρνουν να εξομαλύνουν σταδιακά τα πράγματα, του ανατίθεται η οικονομική επιτροπεία της Αρχιεπισκοπής και με δική του πρόταση εκλέγεται από την ενδημούσα Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Οι δε μέχρι τότε διαφωνούντες Έλληνες επίσκοποι Αμερικής δέχθηκαν τελικά την μετακίνηση και τοποθέτησή τους σε επισκοπικές έδρες της Ελεύθερης Ελλάδος.
Η υπόθεση της εκλογής Αρχιεπισκόπου
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Απριλίου του 1938 διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως ανθυποψήφιο το Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, ιεράρχη με έντονη πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα για τον ελληνισμό του Ευξείνου Πόντου και της ευρύτερης Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1917 – 1923 και ακαδημαϊκό. Βέβαια η προσωπική αντίθεση μεταξύ των δύο ιεραρχών είχε εκδηλωθεί από το 1931, όταν ο Χρύσανθος εισηγήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ανάκληση του Δαμασκηνού, για να ειρηνεύσει η εκεί Εκκλησία
Ο Δαμασκηνός εκλέγεται τελικά Αρχιεπίσκοπος με 31 ψήφους έναντι 30 του Χρυσάνθου στις 5 Νοεμβρίου 1938. Ακολουθεί η τελετή του Μεγάλου Μηνύματος και ξεκινούν οι προετοιμασίες για την ενθρόνιση. Το μεταξικό καθεστώς, θεωρώντας τον οπαδό του βενιζελισμού[2] και ως εκ τούτου ανεπιθύμητο για την ανάληψη της διοίκησης της Εκκλησίας, προτρέπει μία ομάδα ιεραρχών, με επικεφαλής το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Αμβρόσιο, να καταθέσουν προσφυγή για ακύρωση της εκλογής Δαμασκηνού στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αιτιολογία τη συμμετοχή στους εκλέκτορες του Μητροπολίτη Δρυινουπόλεως Ιωάννη, ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Συνοδικό Δικαστήριο πρωτοδίκως σε έκπτωση από το αξίωμά του, συμμετείχε όμως της εκλογής, λόγω της αποδοχής της έφεσής του κατά της καταδικαστικής απόφασης.
Το Σ.τ.Ε., υπό την ισχυρή επιρροή της δικτατορίας , αποφάσισε οριακά, με 8 έναντι 7 ψήφων, την αποδοχή της προσφυγής των ιεραρχών και ακύρωσε την εκλογή Δαμασκηνού παρά την ένσταση άλλων 32 Μητροπολιτών. Μετά την απόφαση αυτή το καθεστώς δημοσιεύει τον ειδικό αναγκαστικό νόμο 1493 της 3 Δεκεμβρίου 1938 διορίζοντας Αριστίνδην Σύνοδο, με Μητροπολίτες προσκείμενους σε αυτό, η οποία ακυρώνει και εκκλησιαστικά την εκλογή Δαμασκηνού και εκλέγει Αρχιεπίσκοπο το Χρύσανθο. Ο Δαμασκηνός περιορίζεται, φρουρούμενος από τη Χωροφυλακή , στην Ι. Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα όπου παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μεταξά και του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Επάνοδος και δράση κατά την Κατοχή
Στις 27 Απριλίου του 1941 εισβάλουν τα ναζιστικά στρατεύματα στην Αθήνα και εγκαθιδρύουν κυβέρνηση δωσιλόγων υπό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση και με αφορμή τον τρόπο εκλογής του συγκαλείται στις 2 Ιουλίου του 1941, βάσει του Νομικού Διατάγματος της 17ης Ιουνίου 1941, Μείζων Σύνοδος από 23 αρχιερείς, που ακυρώνει τις πράξεις της Αριστίνδην Συνόδου και εναποδεικνύει ως Αρχιεπίσκοπο το Δαμασκηνό. Στις 5 Ιουλίου εκδίδεται απόφαση της κυβέρνησης που αναγνωρίζει την εκλογή του.
Στην όλη διαδικασία της απόδοσης στο Δαμασκηνό του θρόνου των Αθηνών σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει ο φίλος του καθηγητής και ακαδημαϊκός Νικόλαος Λούβαρις, (Υπουργός Παιδείας επί Ι. Μεταξά και Ι. Ράλλη) ο οποίος φέρεται να συνέταξε έκθεση προς τις γερμανικές αρχές κατοχής για αυτό το σκοπό.
Η δράση του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού την περίοδο της Κατοχής χαρακτηρίζεται από τολμηρές πρωτοβουλίες και αγωνιώδες ποιμαντικό ενδιαφέρον για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό. Ενόψει του επαπειλούμενου λιμού, καταβάλει προσπάθειες για την αξιοποίηση δύο ανεκτέλεστων, λόγω του πολέμου, συμβάσεων που είχε συνάψει η κυβέρνηση Μεταξά με άλλα κράτη, την αγορά, δηλαδή, 370.000 τόνων σταριού από την Αυστραλία και την πίστωση της Τουρκίας με 600.000 τουρκικές λίρες για αγορά τροφίμων.
Οι προσπάθειές του, όμως, προσκρούουν στην άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να επιτρέψει τον ανεφοδιασμό της κατεχόμενης Ελλάδος εξ αιτίας των πολεμικών συγκρούσεων, ενώ η σύμβαση με την Τουρκία επιφέρει ποσότητα τροφίμων, που καλύπτει ελάχιστα τις ανάγκες επισιτισμού.
Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος οργανώνει τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) με παραρτήματα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και επίγνοια την προώθηση τροφίμων. Παράλληλα συνέταξε το νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε ως Νόμος 671/1943 στις 25 Σεπτεμβρίου 1943 και κυρώθηκε μετακατοχικά με την υπ. αριθ. 184/26-3-1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτός ο Κ.Χ. συνέχισε να ισχύει με ελάχιστες τροποποιήσεις έως το 1977.
Η μέριμνά του για τη διάσωση των Ιουδαίων στο θρήσκευμα Ελλήνων πολιτών και των αθίγγανων, οι οποίοι από το 1943 άρχισαν μαζικά να οδηγούνται σε στρατόπεδα εξολόθρευσης, είναι από τις μεγαλύτερες στιγμές του και για τη δράση του αυτή τιμήθηκε αργότερα από την Ισραηλιτική κοινότητα. Κατ’ εντολή του εκδίδονταν πιστοποιητικά βαπτίσεως για τους Εβραίους ώστε να εμφανίζονται ως Χριστιανοί και να αποφεύγεται η σύλληψη και απέλασή τους. Επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε στους Γερμανούς ανώτερους διοικητές για τη συνεχιζόμενη πρακτική της δολοφονίας Εβραίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό κατά το οποίο απέστειλε έγγραφη διαμαρτυρία, την 23η Μαρτίου 1943, υπερασπιζόμενος την ιουδαϊκή κοινότητα, απειλήθηκε από τον στρατηγό Στρόοπ με τυφεκισμό. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός απάντησε στην απειλή του Στρόοπ: “Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν”.
Υπήρξε ο ιθύνων νους της μαζικής απεργίας της 7ης Σεπτεμβρίου 1942 αποτέλεσμα της οποίας ήταν να μην αποσταλεί κανένας Έλληνας επίστρατος στο ρωσικό μέτωπο κατά τη στρατιωτική επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα. Ακόμα παρεμβαίνει ζητώντας από τις αρχές κατοχής την παύση της επιθετικότητας των Βουλγάρων συμμάχων του Άξονα κατά των ελληνικών πληθυσμών Μακεδονίας και Θράκης.
Αντιτάχθηκε στην απόφαση της Γερμανίας να κάνει πολιτική επιστράτευση Ελλήνων με σκοπό να εργαστούν στη Γερμανία (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1943). Μαζί με τον καθηγητή Ι. Γεωργάκη ως διερμηνέα επισκέφθηκε τον Γερμανό πληρεξούσιο από τον οποίο ζήτησε να ανακληθεί η απόφαση λέγοντας: «… εγώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, θα πώ να σημάνουν τα σήμαντρα της πανελληνίου εξεγέρσεως και μαζί με τις γενικές απεργίες, θα φέρω με όλους τους πολιτικώς στρατευσίμους ένοπλα τα βήματά μου προς τα ελεύθερα ελληνικά βουνά.» Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μια ολόκληρη ημέρα. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ζητούσαν ανταλλάγματα, μεταξύ των οποίων ήταν η αποκήρυξη της αντίστασης ή του κομμουνισμού. Ο Δαμασκηνός αρνήθηκε λέγοντας «αυτούς που θέλουν την ελευθερία του τόπου τους δεν τους ξεχωρίζω σε καλούς και κακούς. Προσεύχομαι για όλους».
Η όλη του πρακτική εξοργίζει τους κατακτητές και τον θέτουν σε κατ’ οίκον περιορισμό τον Μάιο του 1944, ενώ γίνονται και σκέψεις για μεταγωγή του σε στρατόπεδο της Γερμανίας.
Η παραμονή του στην Αντιβασιλεία και το τέλος
Η απελευθέρωση βρίσκει τη χώρα σε άθλια κατάσταση και επαπειλούμενη από εμφύλια σύρραξη. Κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων ο στρατηγός Φέλμι του ζητά να μεσολαβήσει στο βρετανικό στρατηγείο και την ηγεσία των ανταρτών, ώστε να επιδείξουν ανοχή έναντι των υποχωρούντων Γερμανών. Όσο αφορά το πολιτειακό ήδη είχαν γίνει συνομιλίες μεταξύ των πολιτικών των αστικών κομμάτων, που συμπερασματικά είχαν καταλήξει στην ανάγκη μη επανόδου του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ χωρίς την πρότερη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Η λύση της Αντιβασιλείας Δαμασκηνού εμφανίζεται ως η πλέον ενδεδειγμένη λόγω της λαϊκής αποδοχής του για τη στάση του στη διάρκεια της Κατοχής, προσκρούει όμως στην αρχική άρνηση του Γεωργίου, ο οποίος αποκρούει τη σχετική πρόταση του Εμμανουήλ Τσουδερού. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 αναγκάζουν τον Γεώργιο να παραχωρήσει την Αντιβασιλεία και ο Δαμασκηνός αναλαμβάνει Αντιβασιλεύς στις 31 Δεκεμβρίου 1944.
Το πολιτικό σκηνικό είναι ταραγμένο και ο Δαμασκηνός προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε αντίπαλες δυνάμεις, που μάχονται για την επικράτησή τους και τον υπονομεύουν στο έργο του. Η αγγλική ηγεσία με τον Τσώρτσιλ Πρωθυπουργό τον εμπιστεύεται και αποτελεί προνομιακό συνομιλητή της. Ο ίδιος ο Βρετανός Πρωθυπουργός επισκεπτόμενος την Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944 έχει μακρά συνεργασία και συσκέψεις μαζί του. Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ανανεώνει τις ελπίδες όλων για δίκαιη διευθέτηση των πολιτικών ζητημάτων, αμέσως όμως αρχίζουν να καταστρατηγούνται οι όροι της.
Στις 15 Μαΐου 1945 ο Δαμασκηνός φτάνει στη Ρόδο με το καταδρομικό “Αβέρωφ” ως ο πρώτος Έλληνας αρχηγός που επισκέπτεται τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ο πληθυσμός, μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού, υποδέχεται τον Έλληνα Αντιβασιλέα, εκπρόσωπο της ελληνικής πατρίδας, θεωρώντας τον ως τον προπομπό και προάγγελο της οριστικής ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Ο Δαμασκηνός, μαζί με το διευθυντή του Πολιτικού του Γραφείου, διπλωμάτη και ποιητή Γιώργο Σεφέρη, μεταβαίνει στο Λονδίνο από τις 6 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1945 για συνομιλίες με τη νέα βρετανική κυβέρνηση του Κλήμεντ Άτλη. Εκεί καταθέτει επίσημο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και συναντάται στις 13 Σεπτεμβρίου με το Γεώργιο, στον οποίο προτείνει την αναβολή του δημοψηφίσματος, κάτι που επιθυμούν και οι Βρετανοί συνομιλητές του. Οι ήδη ψυχρές και καχύποπτες σχέσεις Βασιλέως και Αντιβασιλέως επιδεινώνονται. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως καταθέτει στεφάνι στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, αναλαμβάνει και χρέη Πρωθυπουργού από τις 17 Οκτωβρίου έως την 1 Νοεμβρίου 1945.
Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα καταρρέουν η μία μετά την άλλη ενώ ο Δαμασκηνός απογοητευμένος υποβάλει την πρώτη παραίτησή του στις 22 Νοεμβρίου 1945. Ο πολιτικός κόσμος προσπαθεί να το μεταπείσει και τελικά παραμένει στη θέση του. Στις 31 Μαρτίου 1946 πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του Κ.Κ.Ε. γεγονός που οξύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η δεύτερη παραίτηση έρχεται στις 4 Απριλίου 1946 και αποστέλλεται στο Λονδίνο προς το Γεώργιο από τη νέα κυβέρνηση με την παράκληση να μη γίνει δεκτή. Το δημοψήφισμα για το πολιτειακό πραγματοποιείται την 1η Σεπτεμβρίου 1946 και επαναφέρει τη Μοναρχία στην Ελλάδα. Ο Δαμασκηνός παραιτείται από Αντιβασιλέας για τρίτη φορά οριστικά πλέον στις 28 Σεπτεμβρίου 1946 και αποσύρεται στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Είναι αξιοσημείωτο πως λίγους μήνες αργότερα την 1 Απριλίου 1947 όταν απεβίωσε ο βασιλέας Γεώργιος Β’, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ήταν αυτός που τέλεσε την επιμνημόσυνη δέηση και χοροστάτησε στην επικήδειο ακολουθία της 6 Απριλίου 1947.
Ως Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός ενίσχυσε την Αποστολική Διακονία, ίδρυσε σχολές ιεροκηρύκων, εξομολόγων, κατηχητών και κοινωνικών λειτουργών. Με τον Α. Ν. 540/1946 αναδιοργάνωσε την εκκλησιαστική εκπαίδευση με την ίδρυση εκκλησιαστικών σχολών και φροντιστηρίων για τη μόρφωση και την επιμόρφωση του κλήρου, ενώ με τον Α. Ν. 536/1945 κατοχύρωσε τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου. Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 1949 σε ηλικία 59 ετών.