Συμμετοχή στον Αγώνα του ᾽21.

Στα δασοτόπια του χωριού λημέριαζαν της κλεφτουριάς και της επανάστασης τα παλικάρια. Ακόμα σώζονται τα ταμπούρια τους στην ομώνυμη βουνοκορφή, αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας τους στον αγώνα για την λευτεριά. Τους επαναστατικούς χρόνους απ’τα στενά μονοπάτια του χωριού περνούσαν τα ελληνικά στρατεύματα, που πήγαιναν στη Δερβέκιστα και στο Μεσολόγγι και άφησαν τα σημάδια τους. Δορβιτσώτικες τοποθεσίες διατηρούν σαν Ιερό κειμήλιο ονόματα δαφνοστεφανωμένων οπλαρχηγών του αγώνα. < Του Σαδήμα το δέντρο >, < Η πηγή του Βαλτινού >, < Του Γρανίτσα το δέντρο >, < Του Βαλτινού το ρέμα >, είναι αθάνατα μνημεία μιας ξακουστής εποχής. Μα και την Ξάνθη την ηρωική Δορβιτσωτοπούλα, που καθάγιασε με το έμαθες την ομώνυμη τοποθεσία, ποιος μπορεί να μην ξεχάσει; Μάχες έγιναν στου Γιάννια, στ᾽Αρβανίτ᾽τις λακκούλες και στην Αγία Τριάδα. Τα τούρκικα μνήματα, που υπήρχαν μέχρι τελευταία, φανέρωναν των μαχών το μακελειό. Είναι βέβαιο ότι το χωριό καταστράφηκε από την Τουρκιά. Όσοι έγραψαν γι’ αυτό, τοποθετούν την καταστροφή στα 1823 από τα ασκέρια του Σκόντρα Πασά. Φαίνεται όμως τούτο δεν είναι σωστό, γιατί οι Τούρκοι περάσαν τον Πλάτανο τα μέσα του Σεπτέμβρη το 1823, έπεσαν στην ποταμιά και πήραν το δρόμο για το Μεσολόγγι.

Αν έρχονταν οι Τούρκοι από τον Πλάτανο, φυσικό ήταν οι χωριανοί να φύγουν κατά τον Μελιό. Όμως έφυγαν για το ποτάμι κουβαλώντας μαζί τους το βιός τους, ότι μπορούσαν να σώσουν, που τα έκρυψαν με επιμέλεια στις σπηλιές στα < Μαντράκια > και στην < Αποκλείστρα >. Εκεί κρυβόντουσαν όταν υπήρχε κίνδυνος. Έτσι δεν μπορεί να έγινε στα 1823 την καταστροφή του χωριού. Στις 4 Μαΐου 1824 το συμβούλιο των προκριτοδημογερόντων Κραβάρων καθόρισε να δώσει η Τορβιτζά, όπως την αναφέρει, το έγγραφο που διασώθηκε στο αρχείο Σιαφάκα, 142,30 γρόσια, ως και φορτώματα πάνω από 10 μπαρουτόβολα. Αν κάηκε το χωριό στα 1823, θα ήταν πολύ δύσκολο να δώσει σε λίγους μήνες τόσα λεφτά και εφόδια. Στο ίδιο αρχείο διασώζεται ένας λογαριασμός με τις προσφορές των χωριών στα στρατεύματα, που στρατοπέδευσαν στα Κράβαρα 1 Απριλίου 1925 και δώθε. Ανάμεσα στα άλλα χωριά δεν υπάρχει η Δορβιτσά. Άρα μπορούμε να σκεφτούμε ότι καταστροφή έγινε στο διάστημα μεταξύ Μάιο 1824 με Απρίλιο 1825. Οι Τούρκοι ήταν χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες. Η μια φάλαγγα κατευθύνθηκε προς Κοκκινοχώρι – Ασπριά – Κεντρική – Άνω Χώρα και η άλλη προς Παλαιόπυργο – Σίμου – Δορβιτσά. Στις 22 με 23 Απριλίου 1825 έγινε η πρώτη μάχη σε μια θέση ανάμεσα στα Βελβίτσαινα και την Αμόρανη. Από την ελληνική πλευρά αρχηγοί ήταν ο Καπετάν Γιάννης Π. Φαρμάκης και ο Αντώνης Βοτζαΐτης, αξιωματικοί του σώματος Σιαφάκα. Στη συνέχεια έγινε και δεύτερη μάχη με τους ίδιους οπλαρχηγούς στη Σίμου. Οι Τούρκοι στο διάβα τους έκαιγαν τα χωριά. Έτσι φαίνεται ότι έκαψαν τη Σίμου, την Ποκίστα, την Δορβιτσά και από εκεί τράβηξαν κατά το Απόκουρο. Ας αφήσουμε τώρα τους γερόντους να μας διηγηθούν την θλιβερή καταστροφή, όπως και αυτοί την άκουσαν από τους παππούδες τους, που την έζησαν.

“ Σαν ακούστηκε ότι έρχονται οι Τούρκοι, όλοι οι χωριανοί γέροι και γυναικόπαιδα πήραν το δρόμο για το ποτάμι. Ένα μικρό κοριτσάκι η Βασιλική μαζί με την γερόντισσα γιαγιά της πήρα και αυτές το δρόμο του λυτρωμού. Ξεχώρισαν όμως από το κυνηγημένο μπουλούκι, γιατί κυρτωμένη από το βάρος των γερατιών η γερόντισσα δεν αντέχε στο ξέφρενο τρέξιμο. Έτσι σιγά σιγά, πότε λαάζοντας μέσα στις πυκνές πουρνλαρες, πότε μπουσουλώντας φτάσαν στου Πλάκη τη βρύση κοντά στη Βονώρτα. Εκεί έσκυψε η γριά να πιει νερό και δεν ξανασηκώθηκε. Το κοριτσάκι τώρα ανήμπορο, έρημο μέσα στο δάσος  κλαίγοντας άρχισε να κατηφορίζει κατά την Αρτοτίβα, ενώ απέναντι στη Δορβιτσά φλόγες και καπνοί, έδειχναν ότι την πάτησαν οι Τούρκοι. Ποιός ξέρει πόσο βάδισε! Τα πόδια του είχαν πρησθεί, τα μάτια του έκλειναν απ᾽την κούραση, αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης δεν το άφηνε να σταθεί, προχωρούσε, όλο προχωρούσε. Είχε πια εξαντληθεί, το παιδικό του σώμα δεν άντεχε άλλο, τα πόδια του άρχισαν να τρεκλίζουν, όπου νάναι θάπεφτε στο χώμα και το κοριτστίστικο κορμί του θα γινόταν βορά των αγριμιών του δάσους. Η καλή του όμως τύχη δεν το εγκατέλειψε. Ξάφνου μέσα απ᾽τα χαμόκλαδα πετιέται ζωσμένος τα φυσεκλίκια του ο 25χρονος αγωνιστής Χαράλαμπος Σταύρου από τον Πόδο. Η μικρή Βασιλική είχε σωθεί. Την πήρε τώρα ο Χαράλαμπος που πολλές φορές είχε πάει στη Δορβιτσά, γιατί συγγένευε με τους Ταραναίους και την παρέδωσε στον μπάρμπα της τον Κότσυφα στα Σιταράλωνα. Αργότερα την παντρεύτηκε και ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μετά την καταστροφή. Η μάνα της Βασιλικής, η Περδίκω, σαν πλάκωσαν οι Τούρκοι, ήταν στην Πλατανόβρυση με μια Αγραφιτοπούλα, κόρη του Κώστα Αγραφίτη, για να πάρουν νερό και πέσαν στα χέρια της τούρκικης εμπροστοφυλακής. Μετά την επανάσταση ύστερα από πολλές περιπέτειες απελευθερώθηκαν και διηγούνταν τις δυστυχίες τους”.

 

Σαν καταστράφηκε το χωριό, οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. Άλλοι έφθασαν στον Γκερτοβό ( Αργυρό Πηγάδι Τριχωνίδας ) και πολλές οικογένειες βρήκαν καταφύγιο στην Κλαπατσούνα (Πλατανιώτισσα ) των Καλαβρύτων, στη Φτέρη του Αιγίου και σ᾽ἀλλα Αιγιοτοχώρια. Το χωριό φαίνεται ότι ήταν ερημωμένο μέχρι το 1832, οπότε κατοίκησε ο Χαράλαμπος Σταύρου με τη γυναίκα του Βασιλική. Για αυτό άλλωστε το λόγο στα 1829 που έγιναν επιτόπιες συναθροίσεις για την εκλογή αντιπροσώπων για την επαρχιακή συνέλευση σε όλα τα χωριά των Κραβάρων και βαρέθηκα στα Γ.Α.Κ. τα σχετικά πρακτικά, κανένας λόγος δεν γίνεται για την Δορβιτσά. Γύρω στα 1833 μερικές οικογένειες επέστρεψαν στο χωριό. Ανάμεσα τους ήταν και η Ελένη Ταράνα που παντρεύτηκε τον Χρήστο Στουρνάρα, το γνωστό μας Παπαχρίστο. Μερικοί από τους Παντελαίους έμειναν στην Κλαπατσούνα, όπου ήσαν μυλωνάδες. Παντελαίοι, Ταραναίοι, Παϊσιαίοι υπάρχουν και σήμερα στα γειτονοχώρια του Αιγίου, που λένε ότι η καταγωγή των παππούδων τους είναι από τα Κράβαρα. Στα 1910 βρέθηκαν σε μια σπηλιά στη θέση            < Μαντράκια > χαλκώματα και αρκετοί κασμάδες. Στα 1946 σε άλλη σπηλιά στην ίδια θέση βρέθηκαν ένας μύλος του καφέ και άλλα σκεύη. Έτσι και τα ευρήματα αυτά βεβαιώνουν την καταστροφή και μας δείχνουν ακόμα ότι πολλές οικογένειες δεν γύρισαν στο χωριό.