Τρανές Γιορτές. Χριστούγεννα.

 

Όλο το σαρανταήμερο παλιότερα οι χωριανοί παρακολουθούσαν με κατάνυξη το σαρανταλείτουργο που ψελνόταν πρωί – πρωί. Πήγαιναν και άναμμα και λειτουργιά στην εκκλησιά για να τους μνημονεύσει ο παπάς τ᾽ αποθαμένα τους. Μια απ᾽τις βασικές φροντίδες των χωριανών, ενώ πλησιάζουν τα Χριστοήμερα, είναι να μαζέψουν ξύλα ξερά, για να τα χρησιμοποιήσουν στο λιώσιμο της γλίνας (χοιρινό λίπος) και το βράσιμο του γουρνοκρίατου.

Την παραμονή του Χριστού, ενώ τα σχολιαρούδια περνάνε από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν με τις μελωδικές τους φωνούλες τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. < Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου….>, οι κολέηδες που αποτελούν την ομάδα των γουρνοσφαχτών αρχίζουν πρωί πρωί τα χοιροσφάγια. Τα μανάρια (οικόσιτα γουρούνια που τα τρέφουν, για να τα σφάξουν τα Χριστούγεννα) που τάθρεψαν οι χωριανοί όλο το χρόνο ένα –ένα σφάζονται απ᾽ τους Κολέηδες, ενώ τα γρυλίσματά τους ακούγονται σ᾽ όλο το χωριό.

Το γουρούνι σφάζεται σε απόμερο μέρος, για να μην περάσει κανένας από κει και μπουφλιαστεί και γι αυτό δεν ξεχνούν να λιβανίσουν με μοσχολίβανο τη σφαγιά (το μέρος που έγινε το σφάξιμο). Ύστερα το ξεκοιλιάζουν και το κρεμούν στο πάτερο για να στραγγίσουν τα αίματα και να κρυώσει. Ανάλογα αν είναι μικρό η μεγάλο το ξυρίζουν η το γδέρνουν. Δεν ξεχνούν ποτέ οι Κολέηδες να βάλουν ένα λεμόνι στο στόμα του γουρουνιού. Σα δεν υπάρχει λεμόνι, βάζουν ένα κρεμμύδι. Ακόμα μπήγουν ένα μαχαίρι κι ένα πηρούνι στο στήθος και ένα κλωνάρι αγριοκερασιάς.

Μ᾽ αυτό τον τρόπο δεν θα μαγαρίσουν το σφαχτό τα καρκαντζόιρα που γυρίζουν όλο το δωδεκαήμερο. Την κατρίθρα την δίνουν οι κολέηδες στα μικρά παιδιά, που την φουσκώνουν και παίζουν. Με το αίμα του γουρουνιού φτιάχνουν ένα σταυρό στην εξώπορτα. Μετά το σφάξιμο ακολουθεί φαγοπότι.

Συνηθισμένο φαγητό είναι μπακαλιάρος τηγανητός και φασόλια ξερά μαγειρεμένα πικάντικα με πολύ ντομάτα, αλάτι και πιπέρι, για να τραβάνε κρασί. Και του χρόνου πλιότερο γρούνι, εύχονται οι Κολέηδες, ενώ οι νοικοκυριαίοι δεν ξέρουν πως να τους ευχαριστήσουν.

Με τα άντερα οι γυναίκες φτιάχνουν τις νόστιμες ματιές. Μεγάλη προσοχή δίνουν στον ζαϊρέ με τον οποίο θα γεμίσουν τα έντερα. Όσο πετυχημένος είναι αυτός, τόσο πιο νόστιμες γίνονται οι ματιές. Σαν τις ετοιμάσουν τις ρίχνουν στην γάστρα, όπου αργοψήνονται και τις βγάζουν σα ροδοκοκκινίσουν. Το πρωί μετά την Χριστουγεννιάτικη λειτουργία εκεί κοντά στο παραγώνι πάνω στο σοφρά γίνεται τρανό φαγοπότι. Ματιές, σουφλιμάς, κικάπια (γουρουνίσιες μπριζόλες), κότα βραστή, χριστόψωμα καλοζυμωμένα με χίλια δυο στολίδια, γλυκόπιοτο κρασί και πολλές άλλες λιχουδιές αποτελούν την Χριστουγεννιάτικη πανδαισία.

Την παραμονή το βράδυ οι νοικοκυρές χαλάνε την ξυλοκαμάρα για να βρουν το μεγαλύτερο κούτσουρο αγριοκερασιάς και να παντρέψουν τη φωτιά μ᾽ αυτό. Καλά είναι να ρίξουν και κανά κέρατο στη φωτιά η να κάψουν μάλλινο πανί (σκρούμπο), συμβουλεύουν οι γερόντοι.

Μετά το πάντρεμα της φωτιάς μαζεύουν τη στάχτη και παργανίζουν τα Φώτα μετά τον αγιασμό τα σκόρδα. Ύστερα οι νοικοκυριαίοι έχουν χίλιες δουλειές, να λιανίσουν το γουρνοκρίατο, να λιώσουν το λίπος και να βγάλουν τη γλίνα. Ότι μείνει απ᾽ το λιώσιμο, τις τσιγαρίθρες, τις έχουν για προσφάγι.

Ακόμα φτιάχνουν τα λουκάνικα και το σύγκλινο, που δεν είναι παρά βρασμένο γουρνοκρίατο, γιομάτο νοστιμάδα και το διατηρούν μέσα σε λαΐνες ανάμεσα σε γλίνα. Ανήμερα του Χστού πήγαινε ο παπάς σ᾽ όλα τα σπίτια και σήκωνε ύψωμα με το χριστόψωμο.

Απόσπασμα από το βιβλίο του

Χαράλαμπου Δημ. Χαραλαμπόπουλου

Ναυπακτιακά μελετήματα.