Δημήτριος Μανίκας-Μόγιας.

Ο Δημήτριος Μανίκας ήταν ένα απ’ τα έξι παιδιά του Αριστομένη, αγωγιάτη, πρώην μετανάστη στις Η.Π.Α. και βετεράνου των Βαλκανικών πολέμων. Γεννήθηκε στις 3/01/1929 κι οι νεότεροι τον μάθανε με το παρατσούκλι του, Μόγιας.

Εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις αμέσως μετά τον εμφύλιο στα 1950, στην αεροπορία υπηρετώντας ως πλήρωμα στα Dakota.

Παντρεύτηκε την Ευθυμία Λύτρα και μαζί φέρανε στη ζωή τρεις γιούς, τον Αριστομένη, τον Χρήστο και τον Γιάννη.

Όταν ο αδελφός του Θύμιος αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα τους, αναχωρώντας για την Αμερική, ανέλαβε το οικογενειακό καφενείο/ψητοπωλείο/παντοπωλείο καθώς και την υποχρέωση να φροντίζει τους γονείς του στα στερνά τους.

Το μαγαζί αυτό, το κράτησε ανοιχτό όσο άντεχαν τα πόδια του να τον σηκώνουν. Προσφέροντας τα τελευταία σκιρτήματα ζωής σε ένα μέρος που αλλιώς θα μαράζωνε απ’ την μαζική εγκατάλειψη των πάλαι κατοίκων του. Για σχεδόν 70 χρόνια υπήρξε το βασικό σημείο αναφοράς, κοινωνικοποίησης, η ¨ραχοκοκαλιά¨ αν προτιμάτε του χωριού.

Παράλληλα έδινε ανάσες και στους μόνιμους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, στηρίζοντας τη τοπική οικονομία, όσους είχαν ανάγκη, εξυπηρετώντας τον κόσμο. Δεν έλλειψε σχεδόν ποτέ, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, στο πρωινό καφέ, το απογευματινό τσίπουρο και το βράδι με κοκορέτσι σπληνάντερο και ψητά, στα μνημόσυνα και τις κηδείες, τις γιορτές και τα πανηγύρια, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες ήταν πάντα στο πόστο του να εξυπηρετεί τους συγχωριανούς του. Προμήθευε τους κατοίκους με τα απαραίτητα για το νοικοκυριό, τους κτηνοτρόφους της ευρύτερης περιοχής με ζωοτροφές και επίσης τους εξασφάλιζε εισόδημα πουλώντας τα σφάγια τους τα τυριά τους και τα κρασιά τους(όσο υπήρχαν αμπέλια). Τάιζε και κοίμιζε σπίτι του πολλές φορές δασκάλους του χωριού και συνεργεία που πραγματοποιούσαν σημαντικές εργασίες στις υποδομές του τόπου μας οδοποιία, ηλεκτρικές και τηλεφωνικές συνδέσεις κλπ.

Υπήρξε ενεργός και στα κοινά, διατελώντας επίτροπος της Αγίας Παρασκευής και του άρεσε να παίζει κολτσίνα.

Πρόλαβε να γνωρίσει πέντε εγγόνια, και έφυγε από κοντά μας στις 3/12/2018.

Για κάποιους ίσως υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, για όσους όμως αγαπάνε ανιδιοτελώς τον τόπο τους, το όνομα του είναι συνυφασμένο με το όνομα του χωριού μας, και το κενό του δυσαναπλήρωτο.